ἔκραξε

ἔκραξε
ἐξαράσσω
dash out
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)
ἐκραίνω
scatter out of
aor ind act 3rd sg (epic)
ἔκρᾱξε , ἐκρήγνυμι
break off
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)
κράζω
croak
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • άκραχτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν προσκλήθηκε με κραυγή: Οι κότες άκραχτες δεν έρχονται. 2. αυτός που δεν έκραξε: Ζήτησε να του ετοιμάσουν για φαγητό άκραχτους πετεινούς. 3. απρόσκλητος: Μερικοί χωριανοί είχαν έρθει άκραχτοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”